πετηνίς
Look at other dictionaries:
πετηνίς — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κόρις». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ένταξη τής λ. στην οικογένεια τού πετάννυμι* ή τού πέτομαι* παραμένει αμφίβολη (πρβλ. και πετηλίς)] … Dictionary of Greek
πετηλίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ακρίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση τής λ. με το πετάννυμι ή το πέτομαι (πρβλ. και πετηνίς)] … Dictionary of Greek